- πανηγυρήσιος
- α, ο1) ярмарочный; 2) дешёвый, грошовый (о вещах);
§ μας ήρθε πανηγυρήσιος — он пришёл навеселе, подвыпивший, пьяный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μας ήρθε πανηγυρήσιος — он пришёл навеселе, подвыпивший, пьяный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανηγυρήσιος — α, ο [πανηγύρι] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή αυτός που προέρχεται από πανηγύρι, πανηγυριώτικος 2. φρ. «πανηγυρήσιος μάς ήλθε» ήλθε μεθυσμένος … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek